Κυκλοφόρησε από τις εκδ. Παπαζήση η νέα ποιητική συλλογή του Λευτέρη Μανωλά
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα από τον Ηλία Κουτσούκο.
*
Η νέα συλλογή ποιημάτων του Νίκου Μοσχοβάκου.
*
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Τηλέμαχου Χυτήρη ¨Ημερολόγιο μιας επιστροφής¨ από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨
.
*
¨Απριλίου ξανθίσματα¨.
Κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου, από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αισθάνθηκε μια δαγκωνιά
στη μνήμη.
Ήταν το παρελθόν
που σαν αδέσποτο σκυλί
είχε επιτεθεί στο είναι του.
Οι σταγόνες αίμα που έσταξαν
κοκκίνισαν τις εικόνες.
***
Η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου ¨Τέλος της Περιπλάνησης¨. Από τις εκδόσεις ¨Γαβριηλίδης¨
***
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ¨Μελάνι¨ η νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Μοσχοβάκου
¨Αιφνίδια και διαρκή¨
Ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας οξυδερκής καθώς ήταν αλλά και θαρραλέος επινόησε πως έπρεπε να διορθώσει την ιστορία χωρίς αναβολές. Ασυμβίβαστος εκστράτευσε κατά της Σπάρτης με τον δαίμονα της υπερβολής κάτι σαν σαράκι να τρώει τα σωθικά του κι επέτυχε ν’ αλλάξει τον ρου τ’ αρχαίου κόσμου. Το πλήρωσε βέβαια στην Μαντίνεια πανάκριβα με τη ζωή του όμως διόρθωσε έστω για μια στιγμή την ανιαρή ιστορία. Δεν ήταν δα και λίγο αυτό. *****
Γράφει ο Ηλίας Κουτσούκος
*****
Γραφει ο Gianfranco Bettin
*****
Γράφει ο Νίκος Μοσχοβάκος
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Τώρα που τάπαν όλα οι ποιητές
εσύ τι θα γράψεις ;
μου αντέτεινε
η άπτερος Νίκη της Σαμοθράκης.
Κι εγώ την αποκεφάλισα.
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Πορτρέτο του Νίκου - Λάδι]
Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Πάντοτε μούδιναν την συμβουλή
να γίνω τέλειος.
Έτσι μίσησα την τελειότητα
κι επιδόθηκα στην λατρεία των ατελειών.
Έχω λοιπόν πολλά να κάνω
αναζητώντας μέσα από ελλείψεις
τον εαυτό μου σε πείσμα των τελειομανών
που επαναπαύονται στον μοναδικό δρόμο τους
με την σιγουριά του αλάθητου.
Εγώ πορεύομαι μες τις αμφιβολίες
και τον κίνδυνο του ατελέσφορου στόχου
ποτέ παροπλισμένος αφού πάντα μάχομαι.
*****
[Από τις ¨Ζωγραφιές μου¨ - Λάδι σε χαρτόνι - Γενάρης 2015]
Tα πνευματικά δικαιώματα όλων των εικόνων και των μουσικών που αναδημοσιεύονται εδώ ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στους δημιουργούς τους.
Κοινωνία, επικοινωνία, εξουσία: Από τον Βωμό και τον Άμβωνα στην οθόνη. Η περίοδος της προφορικότητας και οι επικοινωνητές της. Μια κοινωνιολογική προσέγγιση στην ιστορία της επικοινωνίας και των μέσων. Εκδότης: Ι. Σιδέρης. Συγγραφέας: Βασίλης Νόττας. Σειρά: Δημοσιογραφία και ΜΜΕ. Έτος έκδοσης: 2009 . ISBN: 960-08-0468-0. Τόπος Έκδοσης: Αθήνα Αριθμός Σελίδων: 302 Διαστάσεις: 24χ17 Πρόλογος: Κώστας Βεργόπουλος. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλίκ στην εικόνα
Συλλογή κειμένων: ΜΜΕ, κοινωνία και πολιτική. Ρόλος και λειτουργία στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιμέλεια: Χ. Φραγκονικολόπουλος Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2005 Αριθμός σελίδων 846. ISBN 960-08-0353-6, Κείμενο Β. Νόττας: ¨Επικοινωνιακή και πολιτική εξουσία τον καιρό της επέλασης των ιδιωτών¨ (σελ. 49). Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Β΄Έκδοση. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης. NovelBooks. Έτος έκδοσης: 2012. Αριθμός σελίδων: 610. Κωδικός ISBN: 9609989640. Εισαγωγικό σημείωμα στη 2η έκδοση: Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Αποσπάσματα στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Vivere pericolosamente Ανθολογία διηγημάτων: 26 ιστορίες από την Ιταλία. Εκδόσεις: Αντίκτυπος. Αθήνα: 2005 Σελίδες: 342. Κείμενο Β. Νόττας: ¨Το διαβατήριο¨. Ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο: Κλικ στην εικόνα του εξώφυλλου
Εκδότης: Αρχέτυπο. Συγγραφέας: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΤΤΑΣ. Κατηγορίες: Φανταστική Λογοτεχνία. ISBN 978-960-7928-83-2. Ημερομηνία έκδοσης: 01/01/2002. Αριθμός σελίδων: 512. Αναρτήσεις στο Ιστολογοφορο: κλίκ στην εικόνα του εξώφυλλου.
Η «κατασκευή» της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αθήνα 1998. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου που οργανώθηκε από το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συλλογικό έργο. Έκδοσεις: Αλεξάνδρεια. Διαστάσεις: 24Χ17. Σελίδες: 634. Κείμενο Β. Νόττας: Κοινωνιολογικες παρατηρησεις πανω στην οπτικοακουστικη αναπαρασταση της συγχρονης ελληνικης πραγματικοτητας. Κείμενο στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα
Ενα κείμενο στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα ¨Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ" . Εκδόσεις ¨Ιανός¨ με τίτλο ¨Αξιοπιστία και οπτικό ρεπορτάζ¨
Περιοδικό ¨Εξώπολις¨ Τεύχος 12-13. Κείμενο με τίτλο ¨Το ραδιόφωνο των ονείρων. Ένα δοκίμιο περί ήχων φτιαγμένο με επτά εικόνες¨. Στο Ιστολογοφόρο: κλικ στην εικόνα.
Συμμετοχή σε λογοτεχνικό παιχνίδι σχετικό με τον (υποτιθέμενο) συγγραφέα Άρθουρ Τζοφ Άρενς. Δημοσιευμένο στο περιοδικό ¨Απαγορευμένος πλανήτης" τεύχος 6 (εκδόσεις ¨Παραπέντε¨). Για το πλήρες κείμενο κλικ στην εικόνα.
¨Το Δεντρο¨ Τεύχος: 17-18 . Βασίλης Νοττας: Συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο της Θεσσαλονίκης.
Διδακτορική Διατριβή ¨Δημόσια μέσα μαζικής επικοινωνίας και συμμετοχική Πολεοδομία¨. Σελίδες:788. Ψηφιοποιημένη στη βιβλιοθήκη του Παντείου
*
Συγγραφικά φίλων
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Νίκου Μοσχοβάκου (κλικ στην εικόνα)
Ποιήματα και ποιητικά κείμενα του Ηλία Κουτσούκου (κλικ στην εικόνα)
Μοτο-ταξιδιωτικά από τον Βασίλη Μεταλλινό (κλικ στην εικόνα)
Κάποιες απόψεις και άρθρα…
Η γυναίκα τανάλια * Όταν ο Χάρι Πότερ συνάντησε τα λόμπι * Ο μικρός ήρωας * Πώς έκοψα το κάπνισμα και άλλα
Ένα ποίημα και μια πρόσκληση από τον Λευτέρη Μανωλά
ΑΓΝΩΣΤΟΣ
Ώρες έψαχνε. Σελίδες ατέλειωτες
ποιήματα, πεζά, τελειωμένα και
όχι,
νάβρει μια λέξη, μια πρόταση και
όχι,
από κάποιον τάχα σπουδαίο και
όχι,
που να είχε ασχοληθεί με τον ίδιο,
με τους στίχους του τυπωμένους και
όχι.
Μάταια παρόλα αυτά, τα δάκρυα
που αλλοίωναν τον πολύ βαρύ και
όχι.
Θα αναχωρήσει τελικά άγνωστος
προς ένα απέραντο και ασταθές υπερπέραν
έχοντας στο στόμα λίρα ολόχρυση
ενός γαλάζιου, μα για τους πολλούς άγνωστο
πλανήτη.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ (Συνοπτικά)
Την ΠΕΜΠΤΗ 23 ΜΑΙΟΥ 2024, ΩΡΑ 18.ΟΟ η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, οι εκδόσεις «ΛΕΙΜΩΝ» και ο συγγραφέας, σας προσκαλούν στην αίθουσα Μιχαήλας Αβέρωφ της Ε.Ε.Λ., Γενναδίου 8 και Ακαδημίας 65, 7ος όροφος, όπου θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του λογοτέχνη και μέλους της Ε.Ε.Λ., Λευτέρη Μανωλά. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ /άρθρα
Σημειώνω ότι μεταξύ των ομιλητών θα είναι και ο ποιητής Νίκος Μοσχοβάκος
[Η προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά χωρίς τις επαναλαμβανόμενες στροφές]
Η Πορτοκαλιά
Ο ήλιος εβασίλεψε
κι ένα μικρό κοτσύφι
σε τρυφερή πορτοκαλιά
πάνω, παίρνει μια ανάσα
.
Κι εγώ, αφού εφίλισα
το πορφυρό σου στόμα
στο λυγερό της τον κορμό
χάραξα τ’ όνομά σου
.
Γύρω τριγύρω στ’ όνομα
με τέχνη και με πάθος
το χέρι μου εσκάλισε
του έρωτα καρδούλα
.
Και αποκάτω έγραψα
μέρα, μήνα και χρόνο
να μείνει πάνω στον κορμό
σαν της αγάπης όρκος
.
Μα τώρα στον τραχύ κορμό
βλέπω με νοσταλγία
τα σύμβολα ενός έρωτα
που δεν τα βγάζει πέρα
.
Με ψευδαισθήσεις κι όνειρα
που σκούριασαν στον χρόνο
που σαν τη νιότη έφυγαν
πετάξαν και σκορπήσαν
.
Κι όμως…
.
Είναι αυτή η πορτοκαλιά
ναΐσκος της αγάπης
που ‘χει ελπίδας μήνυμα
στου σμαραγδιού το χρώμα
.
Οι νύφες ας μαζέψουνε
φύλλα κι ανθούς τ’ ονείρου
στεφάνια για να υφάνουν και
παρθενικές κορδέλες
.
Το πλήρες κείμενο της εκδοχής στα Ελληνικά
Ο ήλιος εβασίλεψε
κι ένα μικρό κοτσύφι
σε τρυφερή πορτοκαλιά
πάνω, παίρνει [μια] ανάσα
Κι εγώ, αφού εφίλησα
το πορφυρό σου στόμα
στο λυγερό της τον κορμό
χάραξα τ’ όνομά σου
.
Κι εγώ, αφού εφίλησα
το κόκκινό σου στόμα
στο λυγερό της τον κορμό
χάραξα τ’ όνομά σου
Γύρω τριγύρω στ’ όνομα
με τέχνη και με πάθος
το χέρι μου εσκάλισε
του έρωτα καρδούλα
Και αποκάτω έγραψα
μέρα, μήνα και χρόνο
να μείνει πάνω στον κορμό
σαν της αγάπης όρκος
.
Και αποκάτω έγραψα
την ημερομηνία
να μένει πάνω στον κορμό
σφραγίδα της αγάπης.
Μα τώρα στον τραχύ κορμό
βλέπω με νοσταλγία
τα σύμβολα ενός έρωτα
που δεν τα βγάζει πέρα
Με ψευδαισθήσεις κι όνειρα
που σκούριασαν στον χρόνο
που σαν τη νιότη έφυγαν
πετάξαν και σκορπίσαν
.
Με ψευδαισθήσεις κι όνειρα
που σκούριασαν στον χρόνο
που σαν τα νιάτα έφυγαν
πέταξαν και σκορπίσαν…
Κι όμως…
Είναι αυτή η πορτοκαλιά
ναΐσκος της αγάπης
που ‘χει ελπίδας μήνυμα
στου σμαραγδιού το χρώμα
Οι νύφες ας μαζέψουνε
φύλλα κι ανθούς τ’ ονείρου
νήματα για να υφάνουν και
παρθενικές κορδέλες
.
Κι οι νύμφες ας μαζέψουνε
φύλλα κι ανθούς τ’ ονείρου
στεφάνια για να φτιάξουν και
παρθενικές κορδέλες
.
Fado Laranjeira
.
Μια ανάγνωση
.
Em tenra laranjeira Ainda pequenina Onde poisava um melro Ao declinar do dia
.
E depois de te beijar A boca purpurina Um nome ali gravei O teu nome Maria
.
Depois de te beijar A boca purpurina Um nome ali gravei O teu nome Maria
.
Em volta um coração Também com arte e jeito Ao circundar teu nome A minha mão gravou
.
Esculpi-lhe uma data E o trabalho feito Como sêlo d’ amor No tronco lá ficou
.
Esculpi-lhe uma data E o trabalho feito Como sêlo d’ amor No tronco lá ficou
.
Mas no rugoso tronco Eu vejo com saudade O símbolo do amor Que em tempos nos uniu
Cadeia de ilusões
. Da nossa mocidade Que o tempo enferrujou E que depois partiu
Cadeia de ilusões
. Da nossa mocidade Que o tempo enferrujou E que depois partiu
E à linda laranjeira
.
Altar pregão d’amor Que tem a cor da esperança A cor das esmeraldas
Vão as noivas colher
. As simbólicas flores Para tecer num sonho As virginais grinaldas
Vão as noivas colher
. As simbólicas flores Para tecer num sonho As virginais grinaldas
Vão as noivas colher
.
Σημειώσεις:
Πρόκειται για ένα ερωτικό τραγούδι. Η μουσική είναι του παλιού φαντίστα Alfredo Marceneiro(1891-1982) και οι στίχοι του Júlio César Valente.
Η ανάγνωση της προσαρμογής στα ελληνικά γίνεται με υπόβαθρο την εκτέλεση του Camané (τραγούδι) και της Marta Pereira da Costa (πορτογαλική κιθάρα).
Στην εκτέλεση των Camané και Pereira οι τέσσερις από τις δώδεκα στροφές επαναλαμβάνονται αυτούσιες.
Πάνω στην ίδια μουσική υπάρχει ακόμη ένα κείμενο που αναφέρεται στη λυπητερή ιστορία ενός μεθυσμένου ζωγράφου.
στην τελευταία επαναλαμβανόμενη στροφή και σε ορισμένες άλλες χρησιμοποίησα εναλλακτικές λέξεις, πχ μαζί με τις νύφες εμφανίζω τις νύμφες. Επί τούτου.
Ένα ποίημα του φίλου Λευτέρη Μανωλά που μόλις έφτασε.
ΛΕΥΚΗ ΟΨΗ Στην αρχή λάφυρο πως ήταν νόμισε, χωρίς εκείνος να μοιάζει με κουρσάρο, αιχμάλωτη ανάμεσα σε άφαντους βρέθηκε. Σε κάθε του ξεφύλλισμα, αργό ή γοργό σαν σε τρικυμία μετατρέπονταν όλα τριγύρω. Σκαρφάλωνε προς τα κάτω, κατρακύλαγε προς τα πάνω, δεν έβρισκε γραμμή, πάνω της πάτημα να βρει στέρεα για να σταθεί, ρόλο να βρει, σε σχοινί να ισορροπήσει. Μια λεξούλα μοναχική, που λες, την παρατήσαν σε ξεχασμένη, από καιρούς παλιούς, βρεφοκοιτίδα, έτσι της φαινόταν το άγραμμο τετράδιο που μέσα του της έταξαν πως απερίσπαστη θα γράψει πραγματική, πια, ιστορία. Τα ηλιοστάσια διαδέχονταν το ένα το άλλο, δίχως σύντροφος να φανεί, μαζί για να τεντώσουν μια γραμμή και πάνω της, επιτέλους, να κάτσει, χορό να σύρει και να κλάψει. Σχοινοβάτις σ’ ένα μέλλον χωρίς να χρειάζεται να γράψει καμία ιστορία, μιας και ο καθένας θα σβήνει και θα γράφει τη δική του ηλεκτρονική, πλέον, εκδοχή. Το χαρτί δεν θα χρειάζεται να έχει πιά γραμμές, αλλά και ούτε καν να υπάρχει. Οι λέξεις κρεμάμενες θα καθρεφτίζουν τα είδωλά τους σαν νάναι αληθινές, μέχρι νάρθει το πλήρωμα του χρόνου που γενιές κατοπινές θα διασκεδάζουν με γραφιστικές φιγούρες κάθε γούστου, Ερρίκοι, Ισαβέλλες, Λέοντες, Μέρλυν και Ρασπούτιν αφηγούμενες ήρωες, υπερήρωες και κατορθώματα της καινούργιας, εικονικής, μυθολογίας.
Η ¨Μαρέμα¨, λατινογενής λέξη με βασικό συστατικό την Θάλασσα (Μάρε), είναι το όνομα μιας εκτεταμένης παράκτιας περιοχής της Ιταλικής χερσονήσου που περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα της κεντρικής Τοσκάνης και το βόρειο Λάτσιο. Ανατολικά ορίζεται από τα βουνά των Απεννίνων και δυτικά βρέχεται από το Τυρρηνικό πέλαγος.
Η Μαρέμα δεν ήταν δημοφιλής τόπος. Ήταν γεμάτη υγρασία, ελώδη στάσιμα νερά – εστίες μόλυνσης και ευδοκιμούντες κουνουπότοπους.
Κάποτε (τον 19ο αιώνα), όταν οι φυσικοί βιότοποι δεν ήταν ακόμη τόσο δημοφιλείς, αλλά εθεωρούντο (και ήταν) νοσογόνοι πυρήνες για όσους εγκαταστάθηκαν κοντά τους, επιχειρήθηκε η αποξήρανση και η εξυγίανση των βάλτων. Το έργο αποδείχτηκε δύσκολο και τα θύματα, ανάμεσα στους εργάτες που κλήθηκαν να το υλοποιήσουν, πολλά.
Έτσι η Μαρέμα έγινε ¨καταραμένη¨ (Μαρέμα μαλεντέτα).
Και μάλιστα, όποιος ήθελε να βρίσει χωρίς όμως να τα βάλει κατ’ ανάγκην με τα τυχόν υπερφυσικά πλάσματα που κυκλοφορούσαν στην ομίχλη, μπορούσε να τα βάλει μαζί της [αναφωνώντας π.χ.: (σ)πόρκα (βρωμερή) Μαρέμα, ή Μαρέμα μαγιάλα (γουρούνα)].
Εγώ, όταν πρωτοπήγα στην Φλωρεντία, αυτά τα πράγματα τα αγνοούσα, και πιθανότατα θα τα αγνοούσα για πολύ ακόμη, εάν δεν υπήρχαν αφενός τα Σπίτια του Λαού, όπου ακούγονταν συχνά τα λαϊκά – δημοτικά τραγούδια της Τοσκάνης και αφετέρου οι μουσικόφιλοι συμφοιτητές μου.
Εξηγούμαι: Τα σπίτια του λαού (κάζε ντελ πόπολο) ήταν μικρές εργατικές, πολιτικές και πολιτιστικές λέσχες όπου εκτός από το απαραίτητο Καφέ – Μπαρ (με προσιτές τιμές ακόμη και εάν κατανάλωνες τον καφέ σου καθιστός) διοργάνωναν εκδρομές, διαλέξεις, ποδοσφαιρικούς αγώνες, (π.χ. παντρεμένοι κόντρα στους ανύπαντρους), τόμπολες με βρώσιμα έπαθλα και φεστιβάλ δημώδους τραγουδιού.
Εκεί πρωτάκουσα το τραγούδι της Μαρέμας.
Το ξανάκουσα την περίφημη περίοδο του ’68. Αν και τραγούδι με παράπονο, χωρίς επαναστατικές εξάρσεις, υπήρξε ταιριαστό μουσικό υπόβαθρο τις νύχτες των φοιτητικών καταλήψεων,
Το ξαναβρήκα τυχαία σκαλίζοντας το You Tube, Το αναρτώ μαζί με μια πρόχειρη μετάφραση.
.
Δύο στροφές για την καταραμένη Μαρέμα:
Όλοι μου λεν’ Μαρέμα και Μαρέμα
Μα εγώ τη λέω γη καταραμένη
Σβήνει όποιος πάει εκεί – δεν είναι ψέμα
Κι εγώ έχασα αγάπη λατρεμένη
.
Ανάθεμά σε Μαρέμα Μαρέμα
Ανάθεμα και σ’ όποιον σ’ αγαπάει
Τρέμει η καρδιά μου, μου παγώνει το αίμα
Φεύγει η αγάπη μου και με ξεχνάει
.
…και μια πιο αισιόδοξη κατάληξη:
Μα τα λουλούδια να που ξανανθίζουν
Και τα λιβάδια πρασινίζουν πάλι
Όσοι είχαν φύγει, εδώ ξαναγυρίζουν
Μαζί η δική μου Αγάπη, η μεγάλη.
.
Εδώ τραγουδά η Αμάλια Ροντρίγκες
.
Εδώ η Κατερίνα Μπουένο
Και μία ανάγνωση…
.
Στα ιταλικά:
Tutti mi dicon Maremma, Maremma…
Ma a me mi pare una Maremma amara.
L’uccello che ci va perde la penna
Io c’ho perduto una persona cara.
.
Sia maledetta Maremma Maremma
sia maledetta Maremma e chi l’ama.
Sempre mi trema ‘l cor quando ci vai
Perché ho paura che non torni mai.
……………………………………………………………..
Έ rivenuto il fior di primavera,
L’è ritornata la verdura al prato,
L’è ritornato chi prima non c’era,
È ritornato lo mio innamorato. »
Ήτανε μια νύχτα αφέγγαρη και
θεοσκότεινη
τόσο που δεν ξεχώριζες τον ποταμό από
τη θάλασσα,
σύνορό τους οι λαίμαργοι κροκόδειλοι που
παραμόνευαν, άγρυπνοι, για καλοθρεμμένους
κέφαλους.
Βιαστικά, άλαλος, μάζεψε σ’ ένα πολύχρωμο
ντουρβά
και τους τελευταίους, αχώριστους, πάπυρους
με τις σημειώσεις που κρατούσε, όλα
τα χρόνια, σπουδάζοντας εκεί στα ξένα.
Στο λιμάνι, η διήρης, φορτωμένη, τον
περίμενε με φώτα σβηστά και με λυτούς τους
κάβους.
Ο κοντόσωμος καπετάνιος, πατριώτης λινδιακός,
φίλος αχώριστος του πατέρα, τον καρτερούσε
αγέλαστος,
φρουρώντας το πολύτιμο μπαουλάκι του.
Έτσι, κράτησε το λόγο που έδωσε
όταν τον είχε πρωτοφέρει εδώ, παιδί σχεδόν,
για να σπουδάσει, νέες επιστήμες,
κοντά στους γραμματιζούμενους της χώρας των
Φαραώ.
Το μακελειό στην Καρσεμίς και το αίμα
που χύθηκε εκεί, άφησε τα ίχνη του
ανεξίτηλα.
Νυχτωμό στον τόπο, μοιρολόγι στους ανθρώπους.
Και μια θλιβερή ανάμνηση ο τρανός
Ταχάρκα.
Ο Νεχώ και οι διάδοχοί του, δεν κατάφεραν
να ξαναδώσουν την παλιά του αίγλη στο
Βασίλειο.
Τα αποδημητικά πετεινά του ουρανού
άλλαζαν διαδρομές και προορισμούς
μη βρίσκοντας καρπούς για να τραφούν,
αλλά και πετώντας ν’ απορρίψουν.
Με τον καιρό χανόταν η πρασινάδα από
τις κοιλάδες
και τα τιτιβίσματα από τα σοκάκια.
Οι χωρίς τελειωμό ληστείες και οι
αναίτιες δολοφονίες, μα πιο πολύ η έλλειψη
έμπειρων δασκάλων τον ανάγκασαν σε
φυγή.
Δίχως να λογαριάζεται και το άλγος
του νόστου.
Δεν προλάβανε τα φώτα, τα πολύχρωμα, της
Ταμιάτ
από τα μάτια τους να χάσουν, όταν
ένας θεότρελος κι αναπάντεχος Γαρμπής
τους πήρε και τους σήκωσε, σπρώχνοντας,
αβάστακτα, ανατολικά το δυνατό σκαρί.
Μπροστά τους η σκοτεινή απειλή του
Ποσειδώνα
τους αφάνισε κάθε εικόνα χρωματιστή,
τους αφαίρεσε κάθε μυρουδιά λαχταριστή.
Τι που κατέβασαν τα γερά ιστία,
τι που ανέβασαν τα ελατήσια κουπιά,
ο τιμονιέρης μάταια προσπαθούσε, με
το λιναρένιο σκοινί, το δίκωπο πηδάλιο να
συγκρατήσει.
Ίσα που πρόλαβε φωνή να βγάλει, πως τα
φώτα της Γάζας φάνηκαν, στο βάθος της
σκοτεινιάς,
όταν θεόρατο κύμα τούκλεισε το στόμα
μονομιάς
μα και τα μάτια των πιο πολλών στην κουπαστή
και αντάμα μ’ εκείνον, με τους πάπυρους αγκαλιά,
κάθε έγνοια του και θύμηση μαζί.
Όταν, πιά, τα μάτια μπόρεσε να μισανοίξει
ένιωσε πάνω σε στρωσίδια πουπουλένια νάναι
ξαπλωμένος,
μέσα σε βεδουϊνικη καταπλούμιστη σκηνή.
Πολύχρωμα χαλιά με σκηνές ηρώων
σε άτια αγέρωχα ανεβασμένους,
με σπάθες και δόρατα ψηλά να
ανεμίζουν,
χρέμια χρυσοκέντητα τα πλαϊνά να
ομορφαίνουν
και λάμπες κρεμαστές το μέρος να
φωτίζουν.
Τον αποξύπνησαν οι φωνές του πιο ρυτιδωμένου
της φαμίλιας, που σαν πρεσβύτερος
αυτός,
σε σκαλιστό σκαμνί καθόταν και οι
υπόλοιποι νοματέοι ανακούρκουδα καθιστοί
με τα βλέφαρα ορθάνοιχτα από τα χείλη του
κρεμόταν.
Εκείνος, μέσα σε λήθαργο και από πνιγμό σωσμένος,
μετά δυσκολίας ξεχώριζε λέξεις και νοήματα
που ο παππούς ασταμάτητα ξεστόμιζε
και λάμψη έδιναν στα μάτια που τον άκουγαν.
Πιο πολύ σ’ εκεινού του αμούστακου αγοριού
που δίπλα του τον είχε και καθόταν
κι όλο με νόημα και μ’ έμφαση τον ονομάτιζε
Γολιάθ.
Και όλο φούσκωνε ο αγέρας της ερήμου,
ταρακουνώντας τα κρεμαστά φανάρια
της σκηνής, στο ρυθμό της αφήγησης του
γενάρχη.
Ακαταπόνητος ο γηραιός θεματοφύλακας με το
Βλέμμα
στο κέντρο της κορυφής της σκηνής, δύναμη να
παίρνει
συνέχιζε επίμονα και γλαφυρά την αφήγησή του.
Πως οι σημερινοί ταλαίπωροι συγχωριανοί τους, οι
Πελεσέτ
κρατούσαν από τους παλιούς κραταιούς πολεμιστές
Φιλιστίνους
και με χαμηλωμένη τη φωνή σαν μυστικό να λέει.
Ένας προπροπάππους του, με του εγγονού του το
όνομα
που ούτε πανύψηλος ήτανε, αφού ούτε που τις
εννιά
πιθαμές δεν ξεπερνούσε, μα και ούτε κανένας
σιδερόφραχτος,
μονάχα τα ξένα γίδια έδιωχνε από του χωριού του το
σύνορο,
που δεν ήταν παρά μια μεγάλη άχρηστη σπάθα
αστραφτερή
που ο σιδεράς στο χώμα κάποτε είχε μπήξει.
Οπότε, μια νύχτα σημαδιακή, έκατσε σιμά
στο σύνορο να ξαποστάσει και στην πέτρα
πάνω
σαν έγειρε να ξαπλώσει, μόλις που πρόλαβε να
ακούσει το τροχό του άρματος που του πήρε το
κεφάλι.
Έτσι δεν πρόλαβε να ακούσει τις σπαραχτικές
φωνές παιδιών και γυναικών, μήτε να δει
τα δρεπανοφόρα, κομματάκια να τους
κάνουν.
Με λαφυραγωγημένα άρματα και κράνη
δεν καταλάβαινες ποιοι αχαΐρευτοι Χαναναίοι
ήταν,
συνέχιζε κατακόκκινος να αφηγείται ο
παππούς.
Αλλά κι ούτε πρόλαβε να δει τις πυρωμένες μπάλες
που πέφτανε χιλιάδες από ψηλά, που κάνανε τη νύκτα
μέρα.
Άλλες πύρινες μπάλες ερχόταν από τα υψώματα
κι άλλες από τη θάλασσα, από αμέτρητες άγνωστες
νήες με καταπέλτες μεγάλης απόστασης βολής.
Μια αφήγηση έντονη και ζωντανή, τόσο που
στο λήθαργό του ένιωσε την πτώση μιας μπάλας
δίπλα του, τόσο που τον ταρακούνησε αληθινά!
Όμως, δεν ήταν παρά το ελαφρύ χέρι της μάνας του,
που σκουντώντας τον, χαμηλόφωνα του φώναξε:
Ξύπνα Κλεόβουλε, το σχολικό ώρα πολλή, έξω σε
περιμένει.
Και τρέχοντας, απάντησε στου οδηγού το απορημένο
βλέμμα.
«Βία μηδέν πράττειν»
«Αδικίαν φεύγειν»
Σε λίγο από το ραδιόφωνο του οχήματος,
η φωνή του σχολιαστή ακούστηκε να λέει, πως
με τους χθεσινοβραδυνούς βομβαρδισμούς στη
Γάζα
τα νεκρά παιδιά ξεπέρασαν δέκα φορές τα
χίλια.
Απογοητευμένος, αφήνοντας τα μάτια του να
σφαλίσουν,
στοχαζόταν πως τώρα πλέον στα βουνά των
ερειπίων,
που άφησαν στο πέρασμά τους λεγεώνες ποτισμένες
νηπενθές,
οι οποίες δεν υποκρίθηκαν καν να προσπεράσουν ούτε
το Αλ Ντάρατζ,
σε γη έρημο που αενάως διεκδικείται και
εκδικείται,
θα μπορεί, άφοβα πάλι, εδώ, να ευδοκιμεί το Ρόδο
της Ιεριχούς.
Ποιήματα του Νίκου Μοσχοβάκου μελοποιημένα από τον Σπύρο Αρσένη και ερμηνευμένα από τους «Ο Δημόδοκος» θα παρουσιαστούν την προσεχή Δευτέρα 18/12 στην Αθήνα. (εδώ παρακάτω η σχετική αφίσα)
Στη συνέχεια αναδημοσιεύω παλιότερη ανάρτηση με τους στίχους (αλλά και την εν τω μεταξύ αποκτηθείσα μουσική) ενός ποιήματος που έγραψε ο Νίκος επιστρέφοντας στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη .
Ο Νίκος μου έστειλε από την Αθήνα τους παρακάτω στίχους, και να σημειώσω ότι μου προξένησε χαρά είναι μάλλον πλεοναστικό κι αυτονόητο. Σας τους μεταφέρω μαζί με εικόνες πρόσφατων ουρανών της Θεσσαλονίκης.
Μια ακόμη (παλιά) ταξιδιωτική εμπειρία του φίλου Βασίλη Μεταλλινού, όπως την διηγείται ο ίδιος.
.
INDIA, flower power
“In a day when you don’t come across any problems, you can be sure that you are travelling on the wrong path.” Swami Vivekananda»
. 2013 GΟΑ. Συγκαταλεγόμουν στους αποδεδειγμένα παράφρονες, αποφασίζοντας να νοικιάσω μια παλιά Royal Enfield, από έναν Ινδό που μόλις συνάντησα στον παραλιακό του Panaji. Με είδε να την περιτριγυρίζω. Ανάφτρα, πλανεύτρα, τσακίστρα, αριστερά το φρένο, δεξιά οι ταχύτητες, μπάσο ήχο να ραγίζουν τα κράσπεδα, κουρσούμι, ρετρό του »77…
«Αγόρασέ την, είναι μοναδικό κομμάτι…» μούγκριζε συνωμοτικά ο Ινδός, φτυαρίζοντας σχολαστικά τα τρίμματα από το kaju katli που τον κέρασα στο παρακείμενο μπαρ, ενώ προσπαθούσε να με πείσει ότι η μεταπώληση της μοτοσυκλέτας σε λίγα χρόνια θα μπορούσε να με εκσφενδονίσει 2-3 θέσεις πάνω από τον Σουλτάνο του Μπρουνέι στη λίστα Φόρμπς… Κάτω απ’ την επιφάνειατης λογικής υπάρχει μια υπόγεια συναλλαγή μεταξύ τρέλας και σύνεσης. Παρά τις μουδιασμένες αισθήσεις μου μετά την πενιχρή δίαιτα με αμύγδαλα και γάλα καρύδας στο Νεπάλ, την νοίκιασα για 25 μέρες, προπληρώνοντας -ευτυχώς- μόνο τις 10 πρώτες.
Κανονίζουμε την χαρτούρα, με τον Ινδό να με αποχαιρετά σφίγγοντας το χέρι μου με υπερβολικό ενθουσιασμό και σκάζοντας χαμόγελο που συνήθως χρησιμοποιούν άνθρωποι που ετοιμάζονται για τραπεζική απάτη, ενώ εγώ μετά από ένα δίωρο μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη, πάνω στην παλιά 500άρα BULLET και το σανζμάν ν’ ακούγεται σαν κατσαρόλα, είμαι πάλι στο δρόμο, τραβώντας γι’ άλλες πολιτείες, Karnataka ίσως και Kerala… Μετά από 35 χιλιόμετρα μπαίνοντας στο Margao, με αφόρητη τη μεσημεριανή λάβρα να λιώνει την άσφαλτο και ν’ ανεβάζει την θερμοκρασία της μοτοσυκλέτας σε επίπεδα πυρηνικής σύντηξης, κολλάει η «δευτέρα», μουλαρώνει, σβήνω και κάνω στην άκρη. Περνάει μια ίδια μοτοσυκλέτα. Κάνω σινιάλο. Είναι Γάλλος, του εξηγώ. Προτείνει να τον ακολουθήσω στο Palolem να την επισκευάσει. Η «δευτέρα» εκεί…κολλημένη με UHU. Ταξίδι σε ρυθμό λιτανείας της εικόνας του Jagannath, μούσκεμα με το δερμάτινο μπουφάν και νοιώθοντας τα πρώτα συμπτώματα θερμοπληξίας, κάνοντας τη σκέψη ότι η ζωή τελικά είναι το χρονικό μιας αποτυχίας σε κλιμακούμενες δόσεις.
Palolem και Παράδεισο… τα μπερδεύεις. Νοίκιασα καλύβα με 3 ευρώ κοντά στον Γάλλο. Βουτιά στον ωκεανό και πίσω καινούργιος, βλέποντας πάλι τη ζωή σαν ένα αστείο σε μεγέθυνση. Έξω από την καλύβα του Γάλλου είχε διάφορα τυπάκια από εκλεπτυσμένους πλάνητες, χασομέρηδες, αργόσχολους, αλάνια και κάτι αριστοκράτισες αλήτισσες -που ο Αρμάνι τις έκοψε την πίστωση- νταγκλαρισμένες με «ύπνους», σκόνες, κόκες, ακούγοντας ζόρικες μουσικές από ένα τεράστιο μαγνητόφωνο κρεμασμένο σ’ ένα δέντρο. Ετερόκλητο πλήθος που όμως το ένωνε η πίστη …ότι η Γη είχε εισέλθει σ’ ένα πνευματικό χειμώνα διάρκειας 350.000 ετών -έχοντας παρατηρήσει μια επιτάχυνση της καρμικής αντίδρασης- και έχοντας επίγνωση του πόσο σκληρός μπορεί να είναι ένας τέτοιος χειμώνας, κατέληγε μετά από μια αλληλουχία επαγωγικών συμπερασμάτων …ότι μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα δουλεύουν στον πλανήτη.
Ένας Αμερικανός 50άρης, μπαταλεμένο σκαρί για φούντο ολοταχώς, σκούρος με φάτσα οργωμένη απ’ τις κραιπάλες, τσαμπουκάδες στα χέρια, σκουλαρίκια κι ένα τατουάζ με «ημερομηνία γάμου Tulsa Oclahoma» για να τον θάψουν στο σωστό μέρος όταν γίνει η στραβή, ανάμεσα σε Kingfisher και κατσαβίδια πασπάτευε τη μηχανή μου. Γάλλος κι Αμερικανός με ταυτόχρονο σήκωμα του φρυδιού μ’ έπεισαν να πάρω τηλέφωνο τον Ινδό ν’ ακούσει το κουπλέ.
Το βράδυ εμφανίστηκεο Ινδός με αυτοπροτεινόμενο σβέρκο για καρπαζιά να τη μαζέψει ενώ αρχίσαμε να γινόμαστε κουνουπίδι, με τον Αμερικανό κι όλο το σερσελέμι να μη δείχνουν οίκτο στις κερασμένες Kingfisher και τον λογαριασμό να πλησιάζει το φουλάρισμα βομβαρδιστικού Στελθ.
Συζητήσεις για τα μεγάλα ερωτήματα, φρέσκος ξιφίας και κάτι κατάξανθα καμπυλάτα μπουμπούκια να λικνίζονται σε ρυθμούς Fela Kuti, με βάλαν σε σκέψεις ν’ αράξω εδώ, να συγγράψω δίπλα στον παφλασμό του Ινδικού ωκεανού το αριστούργημα που θα κάνει την κοινότητα των διανοουμένων να παραληρεί και τους ακαδημαικούς να τρέχουν πέρα δώθε βγάζοντας τυρολέζικους λαρυγγισμούς… Όμως η σκέψη τηςσυζύγου στην Ελλάδα να γαργαλάει την ασφάλεια ενός SMITH & WESSON των 9mm μ’ έκανε να επιταχύνω το ταξίδι μου και να φύγω μετά δυό μέρες νοικιάζοντας την Εnfield του Γάλλου, καρφί για Μπανγκαλόρ.
Μη μου λες για τί είσαι έτοιμος να πεθάνεις, πες μου για τί είσαι έτοιμος να ζήσεις! Cheers!!
(Από τις ταξιδιωτικές καταγραφές του Βασίλη Μεταλλινού.)
Σημείωση Ο Βασίλης είναι παλιός φίλος, αρχιτέκτονας το επάγγελμα, αλλά και λάτρης των μοναχικών, ερασιτεχνικών, μοτοσικλετικών, διηπειρωτικών διαδρομών τις οποίες ζει (βιώνει) και περιγράφει με θεσσαλονικιώτικο χιούμορ.
Σήμερα: ‘Ένα στιγμιότυπο από την προσπάθειά του, όντας στην Τύνιδα, να εκμαιεύσει μια βίζα ώστε να επιστρέψει οϊκαδε μέσω της τότε (2007) Λιβύης.
…
I been in the right place
.
But it must have been the wrong time
.
I’d have said the right thing
.
But must have used the wrong line… (Dr John)
.
Τυνησία, Λιβυκή Πρεσβεία, 74 λεωφόρος Μοχαμέντ.
Ο υπάλληλος ξινός. Φάτσα μπαγιάτικη, να θυμίζει …τροφική δηλητηρίαση. Μου λέει «αταντέ»…
2004 με 2007, 4 αιτήσεις «libya online visa application», απάντηση μηδέν!
Δεν υπάρχει πιό φρικτό πράγμα απ΄την αναμονή σε Αφρικανικές υπηρεσίες εκτός ίσως κι από το βίτσιο της απαγγελίας σε ποιητικές βραδιές.
Γυροφέρνω στα τυφλά, αναρωτώμενος αν υπάρχει ελεήμων θεός ή κάποιο σχέδιο πίσω από το σύμπαν, όταν μου δίνει να συμπληρώσω ένα μάτσο χαρτιά, που φτάνει σε μέγεθος την Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών. Συμπληρώνω τα χαρτιά.
Και πάλι αναμονή με έναν φλύαρο Ιταλό τζιπά να μου διηγείται με στόμφο τις περιπέτειές του, κρίνοντας κάθε μιά τους άξια να συμπεριληφθεί στα έργα του Γκουρτζίεφ, μέχρι που εμφανίζεται μια νυφίτσα με κελεμπία .
Με έκφραση πόνου, σαν του Μαχάτμα Γκάντι όταν τον πυροβόλησε ο Γκόντσε, μας πληροφορεί ότι η βίζα θέλει 9 μέρες για να εγκριθεί και θα την παραλάβουμε στα σύνορα. Κρίνοντας από τη φωνή του -να τρεμοπαίζει σαν τα κβαντικά σωματίδια- είμαι σίγουρος ότι θέλει να μας ξεφορτωθεί.
Μπουκάρω στο γραφείο του προϊσταμένου. Η Αφρική δεν είναι για τσαμπουκάδες. Μπόλικο σιρόπι κι «εξκιουζέ μουά»… Αυτός ακίνητος κάτω από μια τεράστια εικόνα του Καντάφι. Κοιτάζει απορροφημένος μια στοίβα έγγραφα κι αρχίζω να του εξηγώ χαμηλόφωνα το πρόβλημα με λυγμό -σχεδόν παίζω Άιντα- μέχρι που αντιλαμβάνομαι ότι κοιμάται όταν τον ακούω να ροχαλίζει. Ίσως η πιο παραγωγική συζήτηση με Αφρικανό υπάλληλο…
Νοιώθω τεράστια ανακούφιση που όλα είναι εξηγήσιμα!! Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ πως φταίω εγώ…
Café du Souk για τσάι maghrebi. Έρχεται και κάθεται ένας Ελβετός ποδηλάτης, ο Bertrand, ο ιδεώδης τύπος της flânerie, της άσκοπης περιπλάνησης. Κάνει τον γύρο της Μεσογείου. Μια από τα ίδια …΄΄πάνε σε εννιά μέρες στα σύνορα΄΄. Του κώλου τα εννιάμερα…
Αν ορίσουμε την jazz σαν ένα τρόπο ύπαρξης, μ’ έναν αυτοσχεδιαστικό τρόπο βρισκόμαστε και οι δύο στο κατάστρωμα της Grimaldi για Παλέρμο. Ο Bertrand θα ξαναγυρίσει για τη βίζα κι εγώ θα συνεχίσω στην Ιταλία που υπαινίσσεται ένα σχέδιο, εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα…
Οδηγώντας στην ελεεινή autostrada για Cosenza θυμάμαι τα λόγια του τζιπά βγαίνοντας απ’ το Προξενείο: «Σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο της φθοράς και της οδύνης είμαστε καταδικασμένοι να προσπαθούμε»…
…ενώ πατώντας κι άλλο το γκάζι της μοτοσυκλέτας, έκανα την σκέψη ότι ήταν μια έξοχη ρήση που θα μπορούσα εντυπωσιακά να χρησιμοποιήσω σε κάποιο σικ δείπνο…
ΥΓ1. Ο Bertrand γύρισε στην Τυνησία. Δεν πήρε ποτέ την βίζα για Λιβύη. Πέρασε στην Αίγυπτο αεροπορικώς και συνέχισε τον γύρο της Μεσογείου. Πέντε μήνες μετά πίναμε ρακές στη Μυρσίνη, στη Θεσσαλονίκη.
ΥΓ2. Εγώ πήρα την βίζα μετά 3 χρόνια στην Αίγυπτο με βύσμα έναν Χασάν. Διάφορες σουρεάλ καταστάσεις μ’ ανάγκασαν να φύγω «ατμός» από τη χώρα και να μην δοκιμάσω ποτέ ένα πιάτο ruz hoot bil kusbur, σε ταβερνάκι στο λιμάνι του Τομπρούκ.
ΥΓ3. Κι ας μη πάω ποτέ στη Λιβύη! Δεν με νοιάζουν ούτε οι «κατακτήσεις» τοπωνυμίων, ούτε η περιπέτεια, ούτε τα μοτοσυκλετιστικά ανδραγαθήματα, ούτε να ψάξω το κρυφό μου ΕΓΩ στην έρημο, ούτε να γίνω …καλύτερος άνθρωπος κι άλλα σαχλά κι αιθέρια.
ΥΓ4. Να σΕ πω φίλτατε αναγνώστα, το ένοχο μυστικό μου. Είναι ότι με τα ταξίδια βρήκα έναν από τους πιο τεμπέλικους τρόπους για να περνάω τον χρόνο μου.
Cheers!
Όσα αναφέρονται στο παρακάτω σημείωμα έχουν γραφτεί στο παρελθόν προκειμένου να συνοδέψουν την ανάρτηση στο Ιστολογοφόρο του μυθιστορήματος Κύλικες και Δόρατα, καθώς αυτό γραφόταν. Δεδομένου ότι λίγο πολύ εξακολουθούν να ισχύουν και για την νέα συγγραφική απόπειρα, σας τα υπενθυμίζω.
Γράφοντας ένα ιστορικό μυθιστόρημα
Φάση πρώτη: αναζητώντας μια καλή εναρκτήρια ιδέα
Ας πούμε ότι μπαίνει καλοκαιράκι, ότι το λευκό χαρτί γίνεται μέρα με τη μέρα πιο ελκυστικό και ότι για να γράψεις σου λείπει μόνο μια ωραία, γόνιμη, βασική ιδέα. Λέω καλοκαίρι γιατί ως γνωστόν στον τόπο μας γράφουν –με μεράκι- μόνον οι μερακλήδες ερασιτέχνες. Αυτούς τουλάχιστον ξέρω. Οι διεργασίες των επαγγελματιών μού είναι άγνωστες και ίσως γι αυτό τους θεωρώ κάπως εξωτικούς. Οι ερασιτέχνες όμως, έχουν ανάγκη από καλοκαίρι ή άλλες ανάλογες περιόδους σχετικής ελευθερίας.
Ας πούμε λοιπόν πως κάτι το εκ πρώτης όψεως συγγραφικό σε διεγείρει και αρχίζεις να ψάχνεις εναρκτήριες καλλιεργήσιμες ιδέες. Και ότι ύστερα βάζεις κάτω τα παλιότερα και τα πιο πρόσφατα, τα ερωτηματικά και τα θαυμαστικά, τα υποθετικά και τα διαπιστωτικά, τα κάπως κατασταλαγμένα και αυτά που ακόμη ψάχνονται, τα στύβεις γερά, τα περνάς από μια πρώτη διύλιση, απόσταξη, επεξεργασία και, όσο να ‘ναι, όλο και κάτι μένει στον αποστακτήρα.
Κάτι με το οποίο να μπορείς να ξεκινήσεις.
Οπότε, παίρνεις αυτό το κάτι και αφού τα καταφέρεις να σταθείς απάνω του (θέλει κάποια αίσθηση ισορροπίας και κάποια στοιχειώδη ευελιξία), μπορείς να αρχίσεις το ταξίδι στον υπό κατασκευή κόσμο σου.
Επειδή οι περισσότερες και οι καλύτερες ιδέες θα σου έρθουν καθώς γράφεις, μπορείς επιτέλους να αρχίσεις το γράψιμο-γράψιμο (δηλαδή κάπως σαν να έχει ήδη ολοκληρωθεί η προεργασία και να αισθάνεσαι πλήρως εξοπλισμένος για τη βουτιά στον ωκεανό της μυθοπλασίας) έστω κι αν μετά το τροποποιήσεις ή το ανατρέψεις ριζικά.
Παράλληλα, μπορείς πάντα να κρατάς σημειώσεις για ό, τι το ρηξικέλευθο σου κατέβει, ώστε να το εντάξεις στην πλοκή όταν θα ‘ρθει η ώρα του.
Αυτά έλεγα τότε στον εαυτό μου, προσπαθώντας να τον πείσω να πάρει πάλι τα μονοπάτια της Αφήγησης.
Βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα παραπάνω είναι λίγο πολύ πάγια και γνωστά. Ή, -θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος άλλος- ότι (πάντα τα παραπάνω) δεν περιγράφουν παρά μια από τις άπειρες εκδοχές συγγραφικής απόπειρας, οι οποίες όμως, εν τέλει, προκύπτουν από μη προβλέψιμους συνδυασμούς συγκυριών, προσωπικών ιδιομορφιών, αρωγών από καλοθελήτρες μούσες και παρεμβαλλόμενων ουρών λογοτεχνιζόντων διαβόλων.
Επομένως, ενίσταται ο εαυτός μου που προτιμά τις βόλτες και το ψάρεμα, το μόνο κάπως καινούργιο είναι ότι, τώρα, έχεις τη δυνατότητα να εξιστορείς εν τη γενέσει τα επεισόδια αυτής (της συγγραφικής) περιπέτειας. Δηλαδή να αναρτάς στο διαδίκτυο τόσο την εξελισσόμενη πλοκή όσο και τις σχετικές σημειώσεις σου σε ένα είδος δημόσιου ημερολόγιου (από αυτές τις σημειώσεις αντλώ υλικό τώρα).
Πράγματι αυτό είπα να κάνω. Με άλλα λόγια, να εκτίθεμαι στο τετράγωνο. Ευθέως και ενδιαμέσως, επί σκηνής και εν τοις παρασκηνίοις.
Τι να κάνουμε!
Αυτές είναι οι καλές, οι στραβές και οι ακόμη μη πλήρως διερευνημένες δυνατότητες των νέων καιρών.
Επομένως βουτάμε στον διαδικτυακό ωκεανό;
Βουτάμε!
Φάση Δεύτερη: Όπου παρουσιάζεται η Ιστορία σχεδόν αυτοπροσώπως!
Οι πρώτες μου συγγραφικές μυθοπλασίες, («Το πολυτεχνείο τρέμει», «ΜΠΑ!») είχαν να κάνουν κυρίως με την Φαντασία αλλά ενείχαν και κάποιες προβολές στο μέλλον των σύγχρονων τεχνολογιών και των επιπτώσεών τους στην επερχόμενη κοινωνία. Άλλωστε η αποκαλούμενη Επιστημονική Φαντασία μπορεί να θεωρηθεί ως μια χρονομηχανή ικανή για διαισθητικά ταξίδια στο, κατά τα άλλα, άδηλο μέλλον. Εκείνο που απαιτείται είναι να μελετήσει κανείς καλά το παρόν, (μέσα στο οποίο, όπως και να το κάνουμε, ζει) και μετά να εικάσει, πού αυτό μπορεί να οδηγήσει.
Όμως, να που τούτη εδώ τη φορά το τσίμπημα της μύγας αφορούσε σε μια άλλη γοητευτική ενασχόληση: ένα ταξίδι στο παρελθόν. Και όπως προκύπτει φυσικό και συνεπακόλουθο, για μια τέτοια περιήγηση αποφασιστικό ρόλο παίζει η αυτού εξοχότης η Ιστορία.
Εν τούτοις σχετικά με την Ιστορία θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ένα-δύο, τουλάχιστον, σημαντικά σημεία:
Ένα. Η ιστορία συμπεριλαμβάνει ένα σωρό πράγματα που όντως συνέβησαν και ένα σωρό άλλα πράγματα που εικάζεται ότι έγιναν μια που κρίνονται συμβατά με τα προηγούμενα. Επομένως ακόμη κι αν σκοπεύεις να την πλησιάσεις με τα ευφάνταστα και ευλύγιστα εργαλεία που παρέχει η μυθοπλασία, απαιτείται ειδική, επίπονη και διεξοδική μελέτη του ευρύτερου ιστορικού πλαίσιου.
Δύο. Την Ιστορία (άρα και τα περισσότερα από τα στοιχεία που θα εντοπίσεις) την γράφουν οι νικητές των εκάστοτε συγκρούσεων. Κυρίως των κοινωνικών, των πολιτισμικών και των πολιτικών. Άρα η Ιστορία πέραν των εγκεκριμένων εκδοχών, εγκυμονεί υπόγειες αλλαγές ροής και αποδέχεται αλληλο-αντικρουόμενες εκδοχές (όσο και εάν αυτό μοιάζει ¨αντιεπιστημονικό¨ στα μάτια των Νευτόνιων ντετερμινιστών).
Τα όσα αναγράφονται στο υπόλοιπο σημείωμα αφορούν στη δομή και την πλοκή των Κυλίκων και Δοράτων. Τα αναρτώ κι αυτά αφού, αν και η νέα μυθοπλασία φιλοδοξεί να είναι αυτοτελής, δεν αποκλείεται να υπάρξει και μια χωροχρονική σύνδεση, (προσφορά στον μεγάλο Αλέξανδρο Δουμά) τύπου «Μετά είκοσι(;) έτη»
Φάση Τρίτη: …Και λίγα επί του προκειμένου
Στην αρχή, αφού το σκέφτηκα και το κουβέντιασα και με κάποιους φίλους, είπα να γράψω για τους τυραννοκτόνους της προδημοκρατικής Αθήνας. Μετά προτίμησα να κάνω την χρονική αφηγηματική τομή αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος αποφασίζει να επιστρέψει στους Αθηναίους τα αγάλματά τους, τα οποία ο Ξέρξης είχε κλέψει κατά την επιδρομή του στην Αθήνα. Ο μυθιστορηματικός ήρωάς μου αναλαμβάνει την αποστολή της μεταφοράς.
Ύστερα εντυπωσιασμένος από όσα συμβαίνουν στις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ. προτίμησα να παραθέσω τα σχετικά με τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα σε ένα μόνο τμήμα του μυθιστορήματος και να δώσω περισσότερη έμφαση στην έννοια της Αυτοκρατορίας. Πράγματι, καθώς η εκστρατεία του Αλέξανδρου επεκτείνεται, μια αυτοκρατορία (η περσική) καταρρέει, ενώ οι πόλεις-κράτος της εποχής (ζώντας καταστάσεις ανάλογες με εκείνες που θα αντιμετωπίσουν τα εθνικά κράτη στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης) δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα.
Στο μυθιστόρημα εμφανίζεται και δρα μια σειρά από ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Αριστοτέλης, ο Αλέξανδρος, ο ιστορικός Καλλισθένης, οι ρήτορες Δημοσθένης και Αισχίνης, οι εταίρες Θαϊδα και Φρύνη, οι εταίροι Άρπαλος, Ευμένης, και Κλείτος καθώς και άλλοι πολλοί.
Μαζί τους θα δράσουν οι επινοημένοι ήρωες, όπως ο νεαρός ευπατρίδης Εύελπις ο Μεγαρέας, ο επινοητικός υπηρέτης-ακόλουθος Οινοκράτης, ο ¨ελληνομαθής¨ Πέρσης δούλος Χοντρόης και αρκετοί άλλοι που θα ταξιδέψουν, θα πολεμήσουν, θα ερωτευτούν και θα συνοδέψουν τους αναγνώστες στα μονοπάτια μιας ενδιαφέρουσας άλλης εποχής.
(έχει αρχίσει η συλλογή των απαραίτητων ιστορικών στοιχείων)
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΊΑ: Λεκτικές Εικόνες και Σκίτσα
Εισαγωγή 1
Ξεπέρασε την Ομόνοια με βήμα γοργό. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν του άρεσε αυτή η πλατεία ούτε το όνομά της. Πήρε την Πανεπιστημίου προς τα πάνω.
Κάνει πολλή ζέστη. Ζέστη κατακαλοκαιρινή, επιβαρυμένη απ’ τις κάθετες μεσημεριάτικες ακτίνες και από τις γνωστές ανθρωπογενείς αλλοιώσεις.
Εκείνον, βέβαια, ο καύσωνας δεν τον πειράζει, μάλλον τον εμπνέει.
Εκείνον;
Η Αλήθεια είναι πως το φύλο του δεν προκύπτει άμεσα ορατό καθώς, παρά την κάψα, ένας ποδήρης χιτώνας ανεμίζει και πτυχώνεται πάνω του συνοδευμένος από μια μεγάλη και βαθιά κεφαλοκαλύπτρα. Αλλά ούτε κι αυτό ξενίζει… Για τον γηγενή πληθυσμό και τους ποικιλόχρωμους αλλοδαπούς περιηγητές που πηγαινοέρχονται τριγύρω, η αμφίεσή του, παρά κάποιες μη αναμενόμενες προεξοχές και εξογκώματα, θεωρείται ανάξια προσοχής.
Συνεχίζει λοιπόν ανενόχλητος τον δρόμο του και νάτος που φτάνει στους πρόποδες της Βουλής και στον Άγνωστο Στρατιώτη.
Εκεί για μια στιγμή κοντοστέκεται και τραβάει μια βαθιά εισπνοή. Μένει για λίγο με τα μάτια κλειστά και μετά αποφαίνεται: ¨Όχι! Οι εξουσίες που διαχέονται εδώ, είναι μεν αρκετά ισχυρές, αλλά δεν είναι αυτές που έχουν προτεραιότητα αυτή την στιγμή. Αργότερα θα δούμε…¨
Ξεκινάει λοιπόν ξανά και λίγο παρακάτω αφήνει τον βουερό δρόμο με τα ογκώδη κουρασμένα λεωφορεία, τα εξουθενωμένα τετράτροχα και τα αφηνιασμένα δίτροχα και στρίβει αριστερά όπου ακόμη επιβιώνει μια πρασινωπή νησίδα με λιμνούλα και ίσκιο.
Όμως δεν είναι ούτε εδώ ο προορισμός του. Εισπνέοντας (ανά όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα) το αέριο αστικό συνονθύλευμα (που απ’ ότι φαίνεται τον καθοδηγεί), βγαίνει από την άλλη πλευρά του κήπου και βρίσκει την οδό Ησιόδου και μετά την Ρηγίλλης. Ναι, εδώ το οσμητικό αποτύπωμα έχει πλέον σαφώς επικοινωνιακό χαρακτήρα, άρα ανήκει αδιαφιλονίκητα στον τομέα της αρμοδιότητάς του. Η πινακίδα στην οποία θα εστιάσει τελικά την προσοχή του γράφει: ¨Αρχαιολογικός Χώρος Λυκείου Αριστοτέλους¨.
Περνάει μέσα από τον σιδερένιο φράχτη σαν ο φράχτης να μην έχει υλική υπόσταση και προχωρά προς τα δέντρα που περιβάλλουν το ανασκαμμένο οικόπεδο.
Καθώς απομακρύνεται, από το κάτω μέρος του χιτώνα θα ξεπροβάλει ένα κομμάτι από τη φολιδοφόρο γειωματική του ουρά.
Ύστερα θα διαλέξει ένα σημείο από όπου μπορεί να εποπτεύει τα πέριξ, θα βγάλει την καλύπτρα από το κεφάλι και θα καθίσει σε ένα προεξέχον κομμάτι μάρμαρο. Για μια στιγμή το πρόσωπό του είναι ορατό: είναι επίπεδο, παραλληλόγραμμο, με κεραιόμορφες αποφύσεις.
Αμέσως μετά και ενώ ένα καραβάνι από υπηρεσιακά και άλλα οχήματα καταφτάνουν θορυβωδώς, η συνολική εικόνα του εκσυγχρονιστή Νεοδαίμονα Μουμουεδώνα εξαφανίζεται.
Ο ίδιος όμως (με αυξημένο ενδιαφέρον τόσο για τα τεκταινόμενα όσο και για τα επικείμενα) παραμένει εκεί.
Έλαβα την επιστολή που αναρτώ εδώ παρακάτω από παλιούς καλούς φίλους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και που εκφράζουν τους προβληματισμούς τους ύστερα από την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση.
.
Ανοικτή επιστολή για τις επερχόμενες εκλογές
Εμείς που υπογράφουμε την παρούσα είμαστε ανεξάρτητοι αριστεροί πολίτες και θέλουμε με το κείμενο αυτό να διατυπώσουμε συνοπτικά τη θέση μας για την τρέχουσα εκλογική συγκυρία. Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 21/5/2023 έχει βαθιές ρίζες και οφείλεται στην απουσία στρατηγικής και γενικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας, στην πολιτική ατολμία και στην χαοτική ιδεολογική πανσπερμία. Αυτές οι αιτίες συνοπτικά τον έχουν θέσει σε φθίνουσα τροχιά. Ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα να αγγίζει την πιθανότητα της παντοδυναμίας. Μπορεί ακόμη, με τους κατάλληλους χειρισμούς κατά την επόμενη τετραετία, να μεταρρυθμίσει το Σύνταγμα χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά τη δική της κοινοβουλευτική δύναμη και γενικότερα να ασκήσει ανεξέλεγκτη εξουσία, όπως ήδη έκανε. Παρότι θεωρούμε πως η Ελληνική Δημοκρατία είναι πολύ στοιχειώδης και προβληματική – όπως απέδειξε πρόσφατα η δεξιά κυβέρνηση με τις φαύλες και παρακρατικές της ενέργειες – ωστόσο αυτήν διαθέτουμε προς ώρας. Και ο καθένας και η καθεμία μπορούν να αντιληφθούν ότι η παντοδυναμία γενικά, και ειδικότερα η μεταρρύθμιση του Συντάγματος με την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της δεξιάς, όπως απείλησαν ήδη, θα οδηγούσε σε μια αγοραία δημοκρατία – όπως αυτή που ονειρεύεται ο αρχηγός της ΝΔ και τα ακροδεξιά στελέχη του κόμματός του. Προτρέπουμε λοιπόν όλες και όλους τους αριστερούς πολίτες να απεμπλακούν από την άγονη διαμάχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για την πρωτοκαθεδρία στον χώρο της κεντροαριστεράς. Επειδή δεν πάψαμε να πιστεύουμε στην αριστερά ως αντίπαλο δέος στη βαρβαρότητα, προτρέπουμε χάριν της αποτελεσματικότητας, και με στόχο την κατά το δυνατόν κοινοβουλευτική αποδυνάμωση της δεξιάς, να στραφούμε προς εκείνα τα αριστερά πολιτικά κόμματα τα οποία έχουν απτές προοπτικές παρουσίας στο κοινοβούλιο στις ερχόμενες εκλογές. Πέραν του ΣΥΡΙΖΑ και ανεξάρτητα από τις διαφωνίες, η εκλογική ενίσχυση του ΚΚΕ, του Μέρα 25 ή και της Πλεύσης Ελευθερίας δεν είναι χαμένη ψήφος. Αντιθέτως διευρύνει τις πιθανότητες να αποδυναμωθεί η πλειοψηφία της δεξιάς στο Κοινοβούλιο αλλά και να διατηρηθούν κάποιες στοιχειώδεις δυνάμεις ανασυγκρότησης της Αριστεράς στο μέλλον. Αθήνα 25/5/2023 Παύλος Κρέμος, αρχιτέκτων Πέτρος Πιζάνιας, Ομότιμος καθηγητής ιστορίας, Ιόνιο παν/μιο Γιώργος Ρωμαίος, αρχιτέκτων
Καθώς ο στρατός του Χρόνου προελαύνει ακαταμάχητος προς την ακινησία και ενώ το Αυτοδικείο -στη μοναχική του απαρτία- συνεδριάζει, οι εναπομείνασες ελπίδες καταλήγουν σε όνειρο Έρωτα. Πάλι!
Ομολογώ ότι δεν ξέρω πότε ακριβώς γεννήθηκαν οι φίλοι μου. Κι αν τυχόν συνέβη να το μάθω μάλλον τείνω να το διαγράψω απ’ την μνήμη μου (αν και δεν καταφέρνω να ξεχάσω τα δικά μου γενέθλια). Ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι των οποίων οι ημέρες επετειακής μνημόνευσης συμπίπτουν με ημερομηνίες έντονες και μνημοπροσελκύουσες. Όπως ο φίλος Νίκος (Μοσχοβάκος) που είναι γεννημένος σαν σήμερα, Πρωταπριλιά ανήμερα. (Άρα Νίκο μου δεν την γλυτώνεις και:) Να τα χιλιάσεις και να σε χαιρόμαστε.
Του Νίκου είναι και τα ποιήματα που αναρτώ σήμερα. Έχουμε και λέμε: Ένα. Περί του (ομορφούλη) Μύθου που καμάρωνε υπεροπτικά Δύο. Τα αδιέξοδα ενός φλερτ με την Αφροδίτη της Νάπολης Τρία. Όπου η Μαρία η Αιγυπτία επιδεικνύει ζήλο και επαγγελματισμό και ως εκ τούτου ανταμείβεται Τέσσερα. Το ατελέσφορο ψέμα του Δράκοντα, του νομοθέτη Πέντε. Τι φοβάται άραγε μία χρυσόμυγα; Έξι. …και όλα αυτά καθώς ένα φορτισμένο αρνητικά ηλεκτρόνιο ψάχνει το κατάλληλο πεδίο για τα πυρηνικά του παιχνίδια
Στο βασίλεμα της Αποκριάς,
άλλοι με την ευχαρίστηση σβησμένη,
μα οι πιο πολλοί με τη χαρά στα χείλη,
κανόνιζαν, ο καθένας, την επιστροφή του.
.
Ξημέρωνε με συννεφιά η μέρα,
για τη μεγάλη πορεία της νηστείας.
Το μυαλό κανενός δεν πήγε
πως θα ξημέρωνε Σαρακοστή μεγάλη.
.
Στα μέσα της πορείας,
μια λησμονημένη προς λάθος τόπο αιχμή,
έδιωξε σε κατεύθυνση καθόδου ,τις πολύχρωμες άμαξες,
με στοιβαγμένες νιότες ολάνθιστες,
σε αγκαλιά αναγκαστική να βρεθούνε,
με σκουρόχρωμες κυκλώπειες δυνάμεις,
ακυρώνοντας το δρομολόγιο της ζωής τους.
.
Τη στιγμή, που εκείνη η απόκοσμη λάμψη,
σαν πρόωρη αυγή Δευτέρας Παρουσίας
(έτσι του φάνηκε) ο ποιμένας ,
εκεί στα χειμαδιά της Ραψάνης,
κατατρόμαξε και από την υπόκωφη βροντή
που τάραξε το στερέωμα, σε ασυννέφιαστο ουρανό
και τον αποξύπνησαν, το ανήσυχο αλύκτισμα
των καλοταϊσμένων τσοπανόσκυλων.
.
Ανυποψίαστα τα κολλαριστά μαυρομάντηλα
παράμεναν προσεκτικά καταχωνιασμένα,
για την ώρα την αγιάτρευτη.
Ενώ ο ασύρματος τελάλης, ξάγρυπνος
μετάδιδε το ανείπωτο μαντάτο,
την απρόσμενη λεηλασία από θεόρατο χέρι,
από Λεχώνια μέχρι Καλαμπάκα
κι από Κατάκολο μέχρι Προμαχώνα και Πύθιο.
Ώσπου το κλάμα έγινε ποτάμι
να πνίξει τους δικούς τους ,ιταμούς.
Οι απόκοσμοι, άγρυπνοι, δικαστές,
βάλθηκαν να σκάψουν αυλάκια
στις πονεμένες ψυχές,
τόσα που να γίνει μπορετό
να διοχετευθεί κατάλληλα η οργή και το μίσος
σε μια θάλασσα περιβόλι,
τόσο που το κάθε κύμα να θωπεύει το μερδικό του,
χωρίς να ξεχωρίζει τους άθαφτους χαμένους
που απόμειναν δίχως κατευόδιο κανένα.
Εξάλλου για τους αγγέλους
η θάλασσα δεν ξεχωρίζεται από τη ξηρά
και τα αμαρτήματα από τ’ άλλα τα καμώματα,
τα καλά.
Όλα παίρνουν μια γεύση αρμυρή.
Των δακρύων της λήθης,
που μουσκεύουν το χαμένο χαϊμαλί
μιας νεράιδας που μάταια το ψάχνει,
στο αβαρές του απείρου…